- τοξικός
- -ή, -ό / τοξικός, -ή, -όν, ΝΑνεοελλ.1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα φυτοφάρμακα είναι τοξικά» β. «τοξικό ερύθημα» γ. «τοξικό φαινόμενο»)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δηλητήρια, δηλητηριώδης3. φρ. «τοξικά φάρμακα»(φαρμ.) ονομασία δηλητηριωδών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική σε ελάχιστες δόσεις, όπως είναι η μορφίνη, η στρυχνίνη κ.ά.αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τόξο («τοξικὴ ἄτρακτος», Αισχύλ.)2. (για πρόσ.) ικανός τοξότης («Πάνδαρος τοξικός», Πλούτ.)3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τοξικήα) η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, τοξοσύνη*β) πολεμίστρα για την εκτόξευση βελών4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοξικόνα) πολεμίστρα, τοξικήβ) (περιλπτ.) οι τοξότεςγ) το τοξικόν φάρμακον5. φρ. α) «τοξικός κάλαμος» — είδος καλάμου τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως βέλος στην Κρήτη (Θεόφρ.)β) «τοξικὴ στολή» — ο οπλισμός τοξότη (Πλάτ.)γ) «τοξικὸν φάρμακον» — δηλητήριο με το οποίο άλειφαν τα άκρα τών βελών (Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον. Ο τ. τοξικόν με περιλπτ. σημ. «οι τοξότες», αντί ενός αμάρτυρου τ. τοξοτικόν (< τοξότης). Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε ήδη στην Αρχαία στη φρ. τοξικὸν φάρμακον με σημ. «δηλητήριο με το οποίο άλειφαν τα άκρα τών βελών», απ' όπου απέκτησε τη νεοελλ. σημ. «δηλητηριώδης». Με τη σημ. αυτή δανείστηκαν το επίθ. οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. toxic, γαλλ. toxique].
Dictionary of Greek. 2013.